Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιμόρφωση
ουσιαστικό θηλυκό formazio`ne ~f~, aggiorname`nto ~m~, addestrame`nto ~m~ επιμόρφωση πρoσωπικού == aggiornamento / addestramento del personale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |