Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιμονή
ουσιαστικό θηλυκό 1 insiste`nza ~f~, ostinazio`ne ~f~ ζητώ κάτι με επιμoνή == chiedere qualcosa con insistenza | η επιμονή του ξεπερνά κάθε όριο == la sua ostinazione supera ogni limite 2 πείσμα tena`cia ~f~, persiste`nza ~f~, persevera`nza ~f~, pertina`cia ~f~ στη ζωή τα καταφέρνεις αν έχεις υπoμoνή και επιμoνή == per avere successo nella vita, è necessario avere pazienza e tenacia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |