Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιμειξία
ουσιαστικό θηλυκό incro`cio ~m~, mescola`nza ~f~ επιμειξία φύλών == incrocio, mescolanza di razze επιμιξία ουσιαστικό θηλυκό variante di [επιμειξία] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |