Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιμελητής
ουσιαστικό αρσενικό 1 curato`re επιμελητής μιας ανθολογίας == curatore di un'antologia 2 scuola capocla`sse ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |