Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιμένω
ρήμα αμετάβατο insi`stere, persi`stere επιμένει ότι είναι αθώος == insiste nell'affermare la sua innocenza | oi απεργoί επιμένουν να συναντήσουν τον υπουργό == gli scioperanti insistono nel voler incontrare il ministro | επιμένω στη γνώμη μoυ == persistere nella propria opinione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |