Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιμελούμαι  
ρήμα παθητικό

cura`re, ave`re cura επιμελείται το ντύσιμό της == cura il suo modo di vestire | την έκδοση επιμελείται o… == edizione a cura di…

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιμελήτρια επιμελώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---