Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιμέτρηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 diritto determinazio`ne ~f~ di una pena adegua`ta al rea`to
2 edilizia calcolo della metratura a lavori ultimati

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιμεταλλωτής επιμετρούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---