Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιμεταλλωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [επιμεταλλώνω]
2 placca`to
3 ricope`rto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιμεριστικός επιμεταλλώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---