Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιμέλεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 cura ~f~, custo`dia ~f~ το δικαστήριο της ανέθεσε την επιμέλεια των παιδιών == il tribunale le ha affidato la custodia dei figli 2 letteratura cura ~f~, revisio`ne ~f~ του ανέθεσαν την επιμέλεια μιας νέας έκδoσης των πλατωνικών διαλόγων == gli hanno affidato la cura di una nuova edizione dei Dialoghi di Platone | επιμέλεια μετάφρασης == revisione di una traduzione 3 dilige`nza ~f~ δείχνει επιμέλεια στο σχολείο == studia con diligenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |