Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επαναλαμβανόμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [επαναλαμβάνω]
2 martella`nte
3 perio`dico
4 ricorre`nte
5 che si ripe`te

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επαναλαμβάνομαι επαναλαμβάνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---