Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επανάκτηση  
ουσιαστικό θηλυκό

riconqui`sta ~f~, riacqui`sto ~m~, ricu`pero ~m~ επανάκτηση των κατεχομένων εδαφών == riconquista dei territori occupati | επανάκτηση της όρασης == ricupero della vista

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επανακρίνομαι επανακτώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---