Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπαναλαμβάνομαι
ρήμα παθητικό ripe`tersi, rico`rrere, rifa`rsi η ιστορία επαναλαμβάνεται == la storia si ripete | στα τελευταία του έργα επαναλαμβάνεται συνεχώς == nelle sue ultime opere non fa che ripetersi | τέτοιο φαινóμενο δεν επαναλαμβάνεται συχνά == un tale fenomeno non ricorre / non si ripete spesso | το ματς θα επαναληφθεί αύριο == la partita si ripeterà / si rigiocherà domani επαναλαμβάνω ρήμα μεταβατικό 1 ripe`tere, rifa`re δεν πρέπει να επαναλάβεις το ίδιο λόθος == non devi ripetere lo stesso errore | δεν κατάλαβα, επαναλαμβάνετε, παρακαλώ; == non ho capito, potrebbe ripetere? 2 ripassa`re, dare una ripassa`ta επαναλαμβάνω το μάθημα == ripassare la lezione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |