Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπανάληψη
ουσιαστικό θηλυκό 1 ripetizio`ne ~f~, ripre`sa ~f~ επανάληψη διαγωνισμού == ripetizione di un concorso | αύριο η εκπομπή θα προβληθεί σε επανάληψη == questa trasmissione verrà ripetuta domani | η επανάληψη των διαπραγματεύσεων == la ripresa delle trattative 2 ripetizio`ne ~f~, ripa`sso ~m~, ripassa`ta ~f~ γενική επανάληψη == ripetizione / ripasso generale | πρέπει να κάνω επανάληψη στην Ιστορία == devo dare una ripassata alla storia 3 sport (nel calcio) [επάνοδος] ripresa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |