Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπανάσταση
ουσιαστικό θηλυκό 1 rivoluzio`ne ~f~, insurrezio`ne ~f~ η γαλλική επανάσταση == la rivoluzione francese | η επανάσταση του 1821 == l'insurrezione del 1821 (dei greci contro i turchi) | η ρωσική επανάσταση == la rivoluzione russa 2 ((figurato)) rivoluzio`ne ~f~ η βιομηχανική επανάσταση == la rivoluzione industriale | αυτή η θεωρία θα φέρει επανάσταση στην πυρηνική φυσική == questa teoria provocherà una rivoluzione nella fisica nucleare / rivoluzionerà la fisica nucleare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |