Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπανασυνδέομαι
ρήμα παθητικό 1 riassocia`rsi 2 ricongiu`ngersi 3 riconne`ttersi επανασυνδέω ρήμα μεταβατικό ricongiu`ngere, ricollega`re, riallaccia`re επανασύνδεσαν την κομμένη τηλεφωνική γραμμή == hanno ricollegato / riallacciato la linea telefonica interrotta | αποφάσισαν να επανασυνδέσουν τις σχέσεις τούς == hanno deciso di riallacciare i loro rapporti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |