Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
επαναληπτικότητα
ουσιαστικό θηλυκό
ripetitività ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< επαναληπτικός
επαναληφθείς >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
επαναλαμβάνω
{επαν-έλαβ...
επαναλαμβάνων
[επίθ.]
επαναλήπτης
[ουσ αρσ ]
επαναληπτικά
[επίρ.]
επαναληπτικός
[επίθ.]
επαναληπτικότητα
[θηλ.ουσ]
επαναληφθείς
[επίθ.]
επανάληψη
{-ης κ. -ή...
επαναληψιμότητα
[θηλ.ουσ]
επαναπατρίζομαι
[ρ. παθ.]
επαναπατρίζω
{επαναπάτρ...
επαναπατρισμός
[ουσ αρσ ]
επαναπαύομαι
{επαναπαύ-...
επαναπροσδιορίζομαι
[ρ. παθ.]
επαναπροσλαμβάνομαι
αόρ. επανα...
επαναπροσλαμβάνω
αόρ. επανα...
επαναπρόσληψη
[θηλ.ουσ]
επανάσταση
[-εις]
επαναστάτες
[ουσ αρσ πληθ.]
επαναστάτης
{επαναστατ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis