Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενήμερος
επίθετο che è al corre`nte, aggiorna`to, ben informa`to είμαι ενήμερος της κατάστασης == essere al corrente della situazione | θα σε κρατώ ενήμερο == ti terrò aggiornato / al corrente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |