Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενήμερος  
επίθετο

che è al corre`nte, aggiorna`to, ben informa`to είμαι ενήμερος της κατάστασης == essere al corrente della situazione | θα σε κρατώ ενήμερο == ti terrò aggiornato / al corrente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενήλικος ενημερότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---