Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενημέρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

l'aggiorna`re ~m~, l'aggiorna`rsi ~m~, il me`ttere ~m~ / me`ttersi ~m~ al corre`nte, aggiorname`nto ~m~, informazio`ne ~f~ προς ενημέρωσή σας == per Sua / Vostra informazione | μέσα μαζικής ενημέρωσης == mezzi di comunicazione di massa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενημερώνω ενημερωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---