Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενθάρρυνση
ουσιαστικό θηλυκό incoraggiame`nto ~m~ με λίγη ενθάρρυνση θα τα καταφέρει == con un po' di incoraggiamento ce la farà permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |