Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενθουσιασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 entusia`smo ~m~ έριξαν μπαταριές πάνω στον ενθουσιασμό τούς == presi dall'entusiasmo scaricarono in aria i loro fucili
2 esaltazi`one ~f~, esulta`nza ~f~ η ντίβα έγινε δεκτή με ανείπωτο ενθουσιασμό == la diva fu accolta con indescrivibile esultanza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενθουσιασμένος ενθουσιαστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---