Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενθυλάκωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 appropriazio`ne ~f~
2 prevaricazio`ne ~f~
3 usurpazio`ne ~f~
4 appropriazio`ne ~f~ inde`bita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενθυλακώνω ενθύμημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---