Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ενθυλάκωση

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ενθυλάκωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 appropriazio`ne ~f~
2 prevaricazio`ne ~f~
3 usurpazio`ne ~f~
4 appropriazio`ne ~f~ inde`bita

permalink
‹ ενθυλακώνω
ενθύμημα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ενθουσιωδώς {ενθρόνισ-...
ενθρονίζομαι [ρ. παθ.]
ενθρονίζω (ενθρόν-ισ...
ενθρόνιση [θηλ.ουσ]
ενθυλακώνω {ενθυλάκω-...
ενθυλάκωση [θηλ.ουσ]
ενθύμημα {ενθυμήμ-α...
ενθύμηση {-ης κ. -ή...
ενθυμητικό {χωρ. πληθ...
ενθυμητικόν [ουσ ουδ.]
ενθυμίζω {ενεθύμισα...
ενθύμιο {ενθυμί-ου...
ενθυμούμαι {ενθυμείσα...
ενιαίος [επίθ.]
ενιαύσιος [επίθ.]
ενίδρυση [θηλ.ουσ]
ενιδρύω [ρ. μτβ.]
ενικός {χωρ. πληθ...
ενικός [ουσ αρσ ]
ενίοτε [επίρ.]


{{ID:ENQYLAKWSH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti