Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενθύμιο
ουσιαστικό ουδέτερο rico`rdo ~m~, ricordi`no, souveni`r κράτησε τη βέρα της μητέρας της για ενθύμιo == ha tenuto la vera della madre come ricordo | αυτό είναι ένα ενθύμιo από τη Ρώμη == questo è un ricordino / souvenir da Roma permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |