Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενθυμούμαι
ρήμα παθητικό

((letterario)) rammenta`rsi, rimembra`re, ricordarsi δεν ενθυμoύμαι να έχομε γνωρισθεί == non mi rammento di averLa mai incontrata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενθύμιο ενιαίος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---