Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενιαίος
επίθετο uni`to, unita`rio κράτος ενιαίο == stato unito | ενιαίο μέτωπo == fronte unito | ενιαία τιμή == prezzo unitario | ενιαία μέτρα == misure unitarie permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαενιαίο νόμισμα = moneta [θηλ.] unica Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |