Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενίσχυση
ουσιαστικό θηλυκό rafforzame`nto ~m~, rinfo`rzo ~m~, socco`rso ~m~, aiu`to ~m~ η ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών == il rafforzamento delle istituzioni democratiche | η αστυνoμία ζήτησε ενισχύσεις == la polizia ha chiesto dei rinforzi | οι ενισχύσεις έφτασαν πολύ αργά == i soccorsi arrivarono troppo tardi | χρηματική ενίσχυση == aiuto economico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |