Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενισχύομαι
ρήμα παθητικό

1 assoda`rsi
2 fortifica`rsi
3 muni`rsi
4 rafforza`rsi
5 rinsalda`rsi
6 tempra`rsi

ενισχύω  
ρήμα μεταβατικό

1 τονώνω rinforz`are, rafforza`re, consolida`re ενισχύω μια φρουρά == rafforzare una guarnigione
2 βοηθώ socco`rrere, sostene`re, aiuta`re ενισχύω οικονομικά κάποιον == aiutare economicamente qualcuno
3 corrobora`re, avvalora`re τα γεγονότα ενισχύουν την άποψή μου == i fatti corroborano la mia tesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενισχυμένος ενίσχυση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---