Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενθουσιάζομαι
ρήμα παθητικό

entusiasma`rsi, diveni`re entusia`sta ενθoυσιάζεται εύκολα == si entusiasma facilmente, è facile all'entusiasmo

ενθουσιάζω  
ρήμα μεταβατικό

entusiasma`re, re`ndere entusia`sta η πρότασή σου με ενθουσιάζει == la tua proposta mi entusiasma | μια παράσταση που ενθουσίασε το κοινό == uno spettacolo che ha entusiasmato il pubblico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενθέτω ενθουσίαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---