Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενθαρρύνομαι
ρήμα παθητικό

1 anima`rsi
2 conforta`rsi
3 consola`rsi
4 ingagliardi`rsi
5 rassicura`rsi
6 rianima`rsi
7 riconsola`rsi
8 rimbaldanzi`re
9 rimbaldanzi`rsi
10 rincora`rsi
11 rinfranca`rsi
12 ritempra`re l'a`nimo

ενθαρρύνω  
ρήμα μεταβατικό

incoraggia`re, seconda`re, asseconda`re είναι πολύ ντροπαλός, και πρέπει να τον ενθαρρύνεις == è molto timido e bisogna incoraggiarlo | οι γονείς του ενθάρρυναν την κλίση του για τη μουσική == i genitori secondarono la sua inclinazione per la musica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενθαλπία ενθάρρυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---