Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενημερώνομαι
ρήμα παθητικό

informa`rsi

ενημερώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 πράγμα aggiorna`re ενημερώνω έναν κατάλογο == aggiornare un registro
2 άτομο aggiorna`re me`ttere / tene`re al corre`nte, informa`re τον ενημέρωσαν με μεγάλη καθυστέρηση == è stato messo al corrente con grande ritardo | με ενημέρωσε για τις προθέσεις του == mi mise al corrente delle sue intenzioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενημερωμένος ενημέρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---