Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενηλικιώνομαι
ρήμα παθητικό diventa`re maggiore`nne / adu`lto, raggiu`ngere la maggio`re età μόλις ενηλικιωθώ, θα πάρω τo δίπλωμα οδήγησης == appena diventerò maggiorenne, prenderò la patente di guida permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |