Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενέδρα  
ουσιαστικό θηλυκό

aggua`to ~m~, imbosca`ta ~f~, insi`dia ~f~, appostame`nto ~m~ στήνω ενέδρα == tendere un agguato | πέφτω σε ενέδρα == cadere in un agguato / in un'imboscata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενδώσμωση ενεδρευτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---