Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενενηντάρα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ενενηντάρης ^-η, ο^] ενενηντάρης ουσιαστικό αρσενικό novante`nne ~mf~ ενενηντάρισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ενενηντάρης ^-η, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |