Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενέργεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 atto ~m~, azio`ne ~m~ η ενέργεια του ρήματoς ''περπατώ'' == l'azione del verbo ''camminare'' | τρoμoκρατικές ενέργειες == atti terroristici | βάζω σε ενέργεια τα σχέδιά μου == mettere in atto / attuare i propri piani
2 effe`tto ~m~, azio`ne ~f~ η ενέργεια ενός φαρμάκού == l'effetto di una medicina 3 ((specialmente al plurale)) sforzi ~mp~, tentati`vi ~mp~ παρ'όλες μού τις ενέργειες == malgrado tutti i miei sforzi | οι ενέργειές τούς έφεραν αποτέλεσμα == i loro tentativi hanno avuto buon esito | κάνω ενέργειες για να πάρω μετάθεση == farei passi necessari / adoperarsi per ottenere il trasferimento
3 fisica energi`a ~f~ ηλεκτρική ενέργεια == energia elettrica | ηφαίστειο εν ενεργεία == vulcano attivo | αξιωματικός εν ενεργεία == ufficiale in servizio attivo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενεργά ενεργειακός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ατομική ενέργεια = energia [θηλ.] nucleare


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---