Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενεργοποιούμαι
ρήμα παθητικό 1 entra`re in funzio`ne τo σύστημα συναγερμού ενεργoπoιήθηκε αμέσως == il sistema d'allarme è entrato immediatamente in funzione 2 diventa`re più atti`vo, e`ssere più dina`mico, darsi da fare ενεργοποιώ ρήμα μεταβατικό attiva`re ενεργοποιώ ένα σύστημα συναγερμού == attivare un dispositivo di emergenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |