Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενέχομαι
ρήμα παθητικό

e`ssere implica`to / coinvo`lto δεν ενέχεται σ' αυτό το έγκλημα == non è implicato / coinvolto in quel delitto

ενέχω  
ρήμα μεταβατικό

((letterario)) a`vere / contene`re in sé, presenta`re, inclu`dere η πράξη του ενέχει κάποιο στοιχείο κινδύνου == la sua azione presenta / contiene in sé un certo elemento di rischio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ενετός ενεχόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---