Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ενενηκοντούτις
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di
[ενενηκοντούτης ^-η, ο^]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ενέμπροστας
ενενηκοστός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ένεκεν
[πρόθ.]
ενελικώνομαι
[ρ. παθ.]
ενεμπιστεύομαι
[ρ. παθ.]
ενεμπιστοσύνη
[θηλ.ουσ]
ενέμπροστας
[επίρ.]
ενενηκοντούτις
{ενενηκοντ...
ενενηκοστός
[επίθ.]
ενενήντα
[ απόλ. αριθμ. επίθ.]
ενενηντάρα
{χωρ. γεν....
ενενηντάρης
{ενενηντάρ...
ενενηνταριά
{χωρ. πληθ...
ενενηντάρισσα
[θηλ.ουσ]
ενεντραλώ
[ρ. μτβ.]
ενεός
[επίθ.]
ενεπίγραφος
[επίθ.]
ενέπιον
[επίρ.]
ενεργά
[επίρ.]
ενέργεια
{-ας κ. (λ...
ενεργειακός
[επίθ.]
ενεργητικά
[επίρ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis