Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ένεκα  
πρόθεση

in katharevousa seguita da genitivo, in dimotikì da nominativo a ca`usa di, per via di, per ένεκα της αρρώστιας == a causa della malattia | ένεκα η ανέχεια == colpa la povertà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενεδρεύω ένεκεν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---