Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκμαυλίζομαι
ρήμα παθητικό


εκμαυλίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 avvia`re / indu`rre alla prostituzio`ne εκμαύλισε την αδελφή του == ha avviato sua sorella alla prostituzione
2 ((figurato)) corro`mpere εκμαυλίζω ένα δικαστή == corrompere un giudice

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκμαιεύω εκμαυλισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---