Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκμαυλίζομαι
ρήμα παθητικό εκμαυλίζω ρήμα μεταβατικό 1 avvia`re / indu`rre alla prostituzio`ne εκμαύλισε την αδελφή του == ha avviato sua sorella alla prostituzione 2 ((figurato)) corro`mpere εκμαυλίζω ένα δικαστή == corrompere un giudice permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |