Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκμεταλλευτής  
ουσιαστικό αρσενικό

sfruttato`re ~m~, profittato`re ~m~

εκμεταλλεύτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εκμεταλλευτής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκμεταλλεύσιμος εκμηδενίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---