Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκμεταλλεύομαι
ρήμα παθητικό 1 sfrutta`re εκμεταλλεύομαι ένα ορυχείο == sfruttare una miniera 2 ((per estensione)) sfrutta`re, far re`ndere, trarre un u`tile τo κράτος θα 'πρεπε να εκμεταλλεύεται περισσότερο τις φυσικές καλλονές της χώρας == lo stato dovrebbe sfruttare meglio le bellezze naturali del paese 3 ((figurato)) approfitta`re εκμεταλλεύoμαι την ευπιστία κάποιου == approfittare della buona fede di qualcuno | εκμεταλλεύτηκε την αγάπη μου γι' αυτόν == ha approfittato del mio amore per lui permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |