Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκμετάλλευση  
ουσιαστικό θηλυκό

sfruttame`nto ~m~ ((anche in senso figurato)) εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας == sfruttamento dell'energia solare | εκμετάλλεύση ανηλίκού == sfruttamento di minore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκμεταλλεύομαι εκμεταλλεύσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---