Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκμηδενίζομαι
ρήμα παθητικό

1 annienta`rsi
2 annulla`rsi
3 polverizza`rsi
4 rovina`rsi
5 sciupa`rsi
6 spolverizza`rsi

εκμηδενίζω  
ρήμα μεταβατικό

annienta`re, annichili`re, annulla`re εκμηδενίζω τη θέληση κάποιου == annichilire la volontà di qualcuno | το αεροπλάνο έχει εκμηδενίσει τις αποστάσεις == l'aereo ha annullato le distanze

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκμεταλλεύτρια εκμηδένιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---