Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκμαιεύομαι
ρήμα παθητικό εκμαιεύω ρήμα μεταβατικό esto`rcere, strappa`re εκμαιεύω μια oμoλoγία == estorcere una confessione | εκμαιεύω μια μια απάντηση == strappare una una risposta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |