Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκμαιεύομαι
ρήμα παθητικό


εκμαιεύω  
ρήμα μεταβατικό

esto`rcere, strappa`re εκμαιεύω μια oμoλoγία == estorcere una confessione | εκμαιεύω μια μια απάντηση == strappare una una risposta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκμάθηση εκμαυλίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---