Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκκένωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 evacuazio`ne ~f~, sgo`mbero η αστυνομία διέταξε την εκκένωση τον κτιρίού == la polizia ordinò lo sgombero dell'edificio
2 sgo`mbero εκκένωση χαρακωμάτων == sgombero delle trincee
3 fisica ηλεκτρική εκκένωση == scarica elettrica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκκενώνω εκκενώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---