Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκκενώνομαι
ρήμα παθητικό vuota`rsi εκκενώνω ρήμα μεταβατικό 1 vuota`re εκκενώνω βόθρo == vuotare un pozzo nero 2 evacua`re, sgombera`re εκκενώνω την πόλη == evacuare la città permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |