Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεφόδιο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ((specialmente al plurale))***provvi`sta ~f~, scorta ~f~ 2 ((figurato)) quali`fica ~f~ professio`nale, requisi`to ~m~, qualità ~f~ είχε όλα τα εφόδια για να σταδιοδρομήσει == aveva tutti I numeri per far carriera permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |