Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εφορεύεται
ρήμα απρόσωπο


εφορεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 sovrinte`ndere
2 sorveglia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εφόρεση εφορευτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---