Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επταετία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sette`nnio ~m~
2 ((per antonomasia)) il sette`nnio ~m~ della dittatu`ra milita`re in Gre`cia (1967-1974)

εφταετία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [επταετία]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επταετής επτάζυμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---