Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεφορία
ουσιαστικό θηλυκό 1 fisco ~m~, era`rio ~m~ pu`bblico 2 uffi`cio ~m~ del fisco, delle impo`ste, uffi`cio ~m~ tasse πηγαίνω στην εφορία == andare all'ufficio tasse 3 ((per estensione)) tasse ~fp~, impo`ste ~fp~ πόσο πλήρωσες εφορία φέτος; == quanto hai pagato di tasse quest'anno? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |