Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εφοδιάζομαι
ρήμα παθητικό

1 approvvigiona`rsi
2 equipaggia`rsi
3 forni`rsi
4 muni`rsi

εφοδιάζω  
ρήμα μεταβατικό

forni`re, riforni`re, approvvigiona`re εφοδιάζω με τρόφιμα τους πoλιoρκημένoυς == rifornire di viveri gli assediati

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εφόδια εφοδιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---